παραυτίκα

παραυτίκα
ΝΜΑ
(επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ.
β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.)
αρχ.
1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα
ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.)
2. (με ουσ.) δηλώνει σύντομη διάρκεια ή γεγονός που επίκειται («ὁ παραυτίκα Ἄιδης» — ο παρών, ο επικείμενος θάνατος, Ευρ.)
3. (ποσ.) μόλις («τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως», ΚΔ)
5. φρ. α) «ή παραυτίκα λαμπρότης» — η στιγμιαία, η ολιγοχρόνια λαμπρότητα (Θουκ.)
β) «ἡ παραυτίκα ἐλπίς» — η πρόσκαιρη ελπίδα (Ξεν.)
γ) «τὸ παραυτίκα ἡδύ» — η εφήμερη ευχαρίστηση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + αὐτίκα «ευθύς, αμέσως»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραυτίκα — present indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυτίκ' — παραυτίκα , παραυτίκα present indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυτίχ' — παραυτίκα , παραυτίκα present indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • абиѥ — (857) нар. Тогда, тотчас; теперь: И тоу абиѥ отъкрышѩ || ѥдинъ. отъ златыхъ онѣхъ ларевъ. И начѩша искладати. срачицѣ и свиты цс҃рьскы˫а. Изб 1076, 272 272 об.; и абиѥ вьсѣмъ весла ѡ(т) роукоу испадоша. и вьси отъ страха омьртвѣша. СкБГ XII, 13г; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παραυτίκως — Μ επίρρ. πάραυτα, παραυτίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραυτίκα + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • бързыи — (143) пр. Быстрый, скорый: и кости же иѡсифовы въземъше изидоша. замешено же тѣсто несѩхоу. поне же нѣ даша имъ испечи. борзаго ради шьстви˫а. КН 1280, 605б; бързаго же ради шествi˫а изнеможесѩ левъ мнихъ. ПрЛ XIII, 148б; молнь˫а... въ борзо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԺԱՄԱՅՆ — ( ) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. εὑθέως, παραυτίκα statim, confestim Անդէն ʼի նմին ժամու. նոյնժամայն. նոյնհետայն. վաղվաղակի. ... *Հատուսցես առժամայն. Յոբ. ՟Դ. 15: *Դարձցին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԵՏ — ( ) NBH 1 0663 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 8c մ. ԵՏ ԸՆԴ ԵՏ. παραυτίκα illico, statim Հետ ընդ հետ, նոյն հետայն. իսկ եւ իսկ. իսկոյն զկնի. մեկէն ետեւէն, նոյն ատէն. ... *Թող, անդէն ետ ընդ ետ լինէր նմա որդի: Ետ ընդ ետ իսկ ընդէ՞ր ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”