- παραυτίκα
- ΝΜΑ(επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ.β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.)αρχ.1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκαευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.)2. (με ουσ.) δηλώνει σύντομη διάρκεια ή γεγονός που επίκειται («ὁ παραυτίκα Ἄιδης» — ο παρών, ο επικείμενος θάνατος, Ευρ.)3. (ποσ.) μόλις («τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως», ΚΔ)5. φρ. α) «ή παραυτίκα λαμπρότης» — η στιγμιαία, η ολιγοχρόνια λαμπρότητα (Θουκ.)β) «ἡ παραυτίκα ἐλπίς» — η πρόσκαιρη ελπίδα (Ξεν.)γ) «τὸ παραυτίκα ἡδύ» — η εφήμερη ευχαρίστηση (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + αὐτίκα «ευθύς, αμέσως»].
Dictionary of Greek. 2013.